Editorial | Oι mix tapes του μπαμπά

Τι playlists κι αυτές! -Γράφει, η Ελένη Στασινοπούλου.

ΓΡΑΦΕΙ: ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ

Το χρωστάω. Το υποσχέθηκα σε αυτό εδώ τo κείμενο για την γιορτή της μητέρας όταν αναφέρθηκα στις mix tapes του μπαμπά. Ένα κείμενο αφιερωμένο σε αυτές. Αυτόν κυρίως.

Συγχωρήστε μου την αγιοποίηση που ακολουθεί. Είμαι και εγώ ακόμα μία κόρη του μπαμπά.

(Αυτό είναι ένα ωραίο τραγούδι να το ακούσετε όσο διαβάζετε το παρακάτω)

Για μένα, μάλλον και για μένα, όπως για πολλές άλλες κόρες, ο μπαμπάς ήταν ένας ακλόνητος Θεός. Ήρωας. Ο σταρ της οικογένειας. Μου το επιβεβαίωναν και οι συμμαθήτριές μου στο δημοτικό. "Ο μπαμπάς σου μοιάζει με τον Αλεξανδράκη". Θυμάστε τον Χορν σε μια συνέντευξη στην Σεμίνα Διγενή; (Δείτε παρακάτω: ανεπανάληπτος διάλογος!).

Έτσι φορούσε το κουστούμι ο μπαμπάς μου. Για να πάρετε μια ιδέα. Τον Φρέντυ Γερμανό, τον θυμάστε; Έτσι κάπως εκφραζόταν με τα χέρια. Ήταν αυτός ο τύπος άντρα. Με μια σεμνότητα που αναμειγνυόταν με την αυτοπεποίθηση αριστουργηματικά, ύπουλα θα έλεγα. Και με μια έμφυτη κομψότητα – ευγένεια που ακινητοποιούσε το σύμπαν ("σε ψάρωνε" για να το πούμε σε σύγχρονα ελληνικά).

Αυτός ήταν ο μπαμπάς μου. Το μικρό του όνομα, ενδεικτικό της εποχής. Νώτης, Νωτάκος συχνά για τους αγαπημένους του. Πάντα με Ω. "Διότι προέρχεται από το Παναγιώτης", έλεγε. Κι εδώ αμετακίνητος. Ο μπαμπάς μου. Μεγάλωσε σε μια αστική οικογένεια, με αναμενόμενες αξίες και κουσούρια, η οποία βρισκόταν μονίμως σε περιοδεία στην ελληνική επαρχία λόγω μεταθέσεων. Αυτές ήταν οι συνθήκες των παιδικών του χρόνων, ό,τι και αν σήμαινε αυτό για την μετέπειτα ζωή του. Ο μπαμπάς μου. Ένας γιάπης πριν εφευρεθεί καν ο όρος. Άνοιγες την ντουλάπα του και έβλεπες μια σειρά από πανομοιότυπα γαλάζια πουκάμισα (sur mesure, ποτέ "ετοιματζίδικα") και μια σειρά από γκρι κουστούμια. Όταν αντίκρισα την γκαρνταρόμπα του Mickey Rourke στο "9μισυ εβδομάδες", λέω για δες κάτι μου θυμίζει αυτό.... Ασχολούνταν άλλωστε με κάτι τόσο πρωτοποριακό. Ηλεκτρονικοί υπολογιστές.

Πρέπει να μου μιλούσε ακούραστα. Και να επαναλάμβανε αδιάκοπα αυτά που ήθελε να κρατήσω μέσα μου πάντα. Δεν εξηγείται αλλιώς. Ηχούν ακόμα στα αυτιά μου συγκεκριμένες φράσεις, ιστορίες, αποφθέγματα, ανέκδοτα. (Μπαμπάδες, να μιλάτε ακούραστα στα παιδιά, είναι κληρονομιά ανεκτίμητη αυτό)

Η συνέχεια κάθε άλλο παρά χολιγουντιανή. Η υγεία του κλονίστηκε σοβαρά και αυτό είχε σαν συνέπεια να δούμε τον μπαμπά να αλλάζει πολύ. Όμως, κάποια πράγματα έμειναν ίδια μέχρι το τέλος. Ακόμα και αν οι ατέλειωτες φαρμακευτικές αγωγές τον μετάλλασσαν κυριολεκτικά, κάποια χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του ήταν πάντα εκεί. Ίσως δεν ήταν ορατά διά γυμνού οφθαλμού αλλά ήταν εκεί. Στα μάτια μου δεν αποκαθηλώθηκε ποτέ. Παρέμεινε σοφός και υπερήρωας.

Ο μπαμπάς και η μαμά ήταν ένα ζευγάρι βαθιά ερωτευμένο, Η αγαπημένη μου φωτογραφία τους είναι αυτή. Στην Σκόπελο, αρχές της δεκαετίας του 70. Δείτε τη και συμφωνείστε. Δεν είναι μια εικόνα που φωνάζει "έρωτας", "ανεμελιά", "νιάτα";

Ο μπαμπάς μου γέμιζε το σπίτι με μουσική. Άκουγε δίσκους. Είχε μεγάλη συλλογή και ένα υπέροχο ξύλινο Dual πικάπ (μια επανέκδοση του οποίου πρωταγωνίστησε σε μια συλλογή του Ζara Home πέρσι!). Κι έφτιαχνε τις δικές του κασέτες.

Αυτές που όταν μπερδευόταν η ταινία, την γυρίζαμε με το στυλό. Ανακάτευε τα τραγούδια όπως ήθελε αυτός και δημιουργούνταν έτσι ένα νέο κράμα κάθε φορά. Τότε δεν τις έλεγαν ακόμα mix tapes. Υπήρχαν κασέτες με γαλλικά κλασικά τραγούδια, με ιταλική pop, με κάτι τελείως γεροντίστικα και παλιακά με τον Αττίκ αλλά και τζαζ από τον Γιάννη Σπάρτακο (που έπαιζε τόσο εκπληκτικό πιάνο), με Τσιτσάνη και Μητσάκη.

Easy listening μελωδίες, εντελώς του ασανσέρ (θυμάμαι οι πιο ξενέρωτες ήταν από μια ορχήστρα ενός Γερμανού τύπου με ένα ανεκδιήγητο παπιγιόν στο εξώφυλλο του δίσκου).

Ονειρικά fados της Αmalia Rodrigues. Πολλές δόσεις από Σωτηρία Μπέλου και Κώστα Χατζή. Και Bossa Nova του Jobim με τον Joao Gilberto είχαμε στο πρόγραμμα. Kαι πιο cool stuff. Dire Straights και Bob Dylan. Η Mina διαδεχόταν την Αλέκα Κανελλίδου στο soundtrack της καθημερινότητάς μας. Είχαμε τα Λαϊκά του Θεοδωράκη, και το Εκείνο το Καλοκαίρι του Σπανού. Το Μάθημα Σολφέζ και διάφορα του Μάνου Λοίζου. Είχαμε φυσικά Louis Armstrong, Duke Ellington και Oscar Peterson. Εdith Piaf. Yves Montand και George Brassens. Μια μικρή μανία με τους Gypsy Kings επίσης υπήρξε κάποια εποχή και πολύ disco όταν το trend μεσουρανούσε!

Η μαμά μου ήταν το Shazam του. Άκουγαν μια μελωδία που τους άρεσε αλλά δεν ήξεραν; Ξαμολιόταν με επιμονή και υπομονή στα διάφορα δισκάδικα της Αθήνας, και μουρμουρούσε τις νότες μέχρι κάποιος χριστιανός (πωλητής με μεράκι από τους πολλούς που υπήρχαν τότε) να πιάσει το σκοπό και να καταλάβει το τραγούδι.

Έτσι βρήκαν το Harlem Nocturne. Αληθινή ιστορία.

Όλες τις κασέτες όμως εγώ τις έχω στο μυαλό μου σαν ένα συνεχόμενο τραγούδι. Μονορούφι θα στις πω. Έχουν περάσει 40 χρόνια από τότε, κι όμως κάθε φορά που ακούω το Paroles Paroles να τελειώνει εγώ ασυναίσθητα ξεκινάω να τραγουδάω το Les Feuilles Mοrtes. Με αυτή τη σειρά ήταν στην κασέτα. Την κασέτα που προφανώς είχα ακούσει εκατομμύρια φορές.

Η τελευταία φορά που τον είδα πριν μπει στο νοσοκομείο, τέτοιες μέρες ακριβώς πριν 13 χρόνια, είχα πάρει μόλις το πρώτο μου iPhone και του έδειχνα βίντεο από το YouTube. Διάλεξα, θυμάμαι να δούμε και να ακούσουμε μαζί αυτό:

Ήταν μέσα σε μία από τις πρώτες mix tapes που είχε φτιάξει.

Tags