Φεστιβαλικές δημιουργίες και δυο ταινίες τρόμου, που αναμένεται να τραβήξουν το δικό τους κοινό, κάνουν πρεμιέρα δυο εβδομάδες πριν από τις γιορτές των Χριστουγέννων. Η Ρόουζ Μπερν, με μια οσκαρική ερμηνεία πρωταγωνιστεί στο δράμα "Αν Είχα Πόδια θα σε Κλωτσούσα", ο απρόβλεπτος Αλέν Γκιροντί επιστρέφει με το περίεργο θρίλερ "Misericordia", ενώ η Τσι Χαγιακάoυα επιβεβαιώνει το ταλέντο της, με το "Ρενουάρ". Ο Οζ Πέρκινς προκαλεί και πάλι ανατριχίλες με το "Keeper", ενώ στην παράδοση των χριστουγεννιάτικων ταινιών τρόμου, υπάρχει και το "Άγια Νύχτα, Άγρια Νύχτα". Σε επετειακή επανέκδοση και το "Δέντρο που Πληγώναμε", του Δήμου Αβδελιώδη.
Αν Είχα Πόδια θα σε Κλωτσούσα
(" If I Had Legs I'd Kick You”) Δραματική ταινία, αμερικάνικης παραγωγής του 2025, σε σκηνοθεσία Μέρι Μπρόνστιν, με τους Ρόουζ Μπερν, Άσαπ Ρόκι, Κόναν Ο’Μπράιεν, Άιβι Γουόλκ, Ντανιέλ ΜακΝτόναλντ, Κρίστιαν Σλέιτερ, Έλα Μπέιτι κα.
Η πιο αγχωτική ταινία που μπορούμε να θυμηθούμε και μάλιστα για ένα οικογενειακό δράμα. Μια ντελιριακή αλληγορία, για το στρες που προκαλεί η μητρότητα, σε μια ταινία, που πολύ γρήγορα εξελίσσεται σε ψυχεδελικό θρίλερ, με την ηρωίδα να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της και ταυτόχρονα να της πέφτει κυριολεκτικά ο ουρανός στο κεφάλι.
Στη δεύτερη ταινία της και με απόσταση 17 χρόνων από το ντεμπούτο της, η Μέρι Μπρόνστιν πακετάρει μια κρίση πανικού σε φιλμ, φτιάχνοντας ένα περίτεχνο, ασφυκτικό πορτρέτο μιας γυναίκας, που τίποτα δεν της πάει καλά και καταρρέει από το βάρος των προσδοκιών, που στερεοτυπικά έχει θέσει η κοινωνία για τις μητέρες, αλλά και μπροστά στις δικές της αγωνίες για το αν είναι πράγματι μία καλή μάνα.
Κατακτώντας το κοινό και την κριτική στο φεστιβάλ του Βερολίνου, όπου προβλήθηκε στο διαγωνιστικό τμήμα, η ταινία της Μπρόνστιν έρχεται ρηξικέλευθα να αποτυπώσει το άγχος μίας μητέρας, για το μεγάλωμα του παιδιού της, δημιουργώντας μία ιδιαίτερη κινηματογραφική εμπειρία, που ενώ μας συστήνεται ως μία μαύρη κωμωδία, εξελίσσεται με τραχύτητα σε ένα παραισθησιογόνο ψυχολογικό θρίλερ, βάζοντας στο επίκεντρό της μια γυναίκα που, μέσα στη γενικότερη ατυχία της, είναι έτοιμη να καταρρεύσει ψυχικά.
Η ζωή της Λίντα σταδιακά οδεύει προς την κατάρρευση, όταν μια τρύπα στο ταβάνι έχει ως αποτέλεσμα να πλημμυρίσει το διαμέρισμά της, ενώ η κόρη της πάσχει από μια μυστηριώδη ασθένεια και ο ναυτικός σύζυγός της είναι διαρκώς απών, ενώ ακόμα κι ο ψυχολόγος και συνάδελφός της δείχνει να την αντιπαθεί σφόδρα. Η ίδια, μία ψυχοθεραπεύτρια, στα όρια της νευρικής κρίσης, έχοντας συνεχώς την γκρίνια του παιδιού, θα μετακομίσει σε ένα μοτέλ, όπου θα έρθει αντιμέτωπη με ένα εχθρικό περιβάλλον, αλλά και με τον εαυτό της, τις υποχρεώσεις, τα άγχη και τον ταραγμένο ψυχισμό της.
Τα κοντινά πλάνα της ηρωίδας και οι ξέφρενοι ρυθμοί, δημιουργούν ένα παραισθησιογόνο θρίλερ, που ορισμένες φορές ξεφεύγει, αλλά δεν χάνει τον δρόμο του, αποφεύγει τη σοβαροφάνεια και με τόλμη φτάνει στα άκρα, μεγεθύνοντας το άγχος της ηρωίδας σε κάθε πλάνο.
Στα υπέρ της ταινίας και η διεισδυτική μεταφορά της γονεϊκής υπερκόπωσης στις σύγχρονες κοινωνίες, που, ακόμη και τα πιο απλά πράγματα της καθημερινότητας, μπορεί να μετατραπούν σε ένα ανυπόφορο στρες, ένα θρίλερ, που δεν έχει τελειωμό και συνεχώς ανανεώνεται, δημιουργώντας την αίσθηση ενός ατέλειωτου πανδαιμόνιου.
Ωστόσο, η ταινία δεν θα είχε την αποτελεσματικότητά της, αν δεν πρωταγωνιστούσε, με μία οσκαρικών επιδόσεων ερμηνεία, η Ρόουζ Μπερν, που αποτελεί την παλλόμενη καρδιά του έργου, καθώς ένα βλεφάρισμά της, μία ανεπαίσθητη κίνησή της, κουβαλά την ένταση μίας γυναίκας, συναισθηματικά έτοιμης να συντριβεί κάτω από την πίεση της μητρότητας και των αναποδιών της ζωής.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ... Η Λίντα, θεραπεύτρια και μητέρα, προσπαθεί να διαχειριστεί ταυτόχρονα τη μυστηριώδη ασθένεια του παιδιού της, τον απόντα σύζυγο και την ολοένα εχθρική σχέση με τον δικό της θεραπευτή. Καθώς οι κρίσεις συσσωρεύονται, η Λίντα χάνει την αίσθηση της πραγματικότητας...
Ρενουάρ
(" Renoir”) Δραματική ταινία, ιαπωνικής παραγωγής του 2025, σε σκηνοθεσία Τσι Χαγιακάoυα, με τους Γιούι Σουζούκι, Χικάρι Ισίδα, Λίλι Φράνκι Γιούμι Καβάι, Αγιούμου Νακάτζιμα κα.
Στη δεύτερη ταινία της, μετά από το προ τριετίας συνταρακτικό κοινωνικό της δράμα "Πλάνο 75", που είχε κερδίσει τη Χρυσή Κάμερα στις Κάννες, η Τσι Χαγιακάουα επιβεβαιώνει το ταλέντο της, με την απαράμιλλη απλότητά της, την οποία εμπλουτίζει με μέτρο και αυτοσυγκράτηση από παράδοξες πινελιές, όσο και η ιστορία της.
Όπως και στο ντεμπούτο της, η ταινία μιλάει για τον θάνατο, αλλά αυτή τη φορά απ’ την οπτική πλευρά μίας έφηβης, της γλυκιάς ηρωίδας της, όταν έρχεται αντιμέτωπη με τον κόσμο των μεγάλων. Έναν κόσμο που παρατηρεί, προσπαθεί να τον κατανοήσει και ταυτόχρονα να διατηρήσει την αθωότητά της, που η πραγματικότητα των ενηλίκων προσπαθεί να της κλέψει.
Το φιλμ, που προβλήθηκε στο Διαγωνιστικό Τμήμα του φεστιβάλ των Καννών, παρά τις αφηγηματικές του ατέλειες, τον χρόνο που δεν συμβαδίζει με την ενηλικίωση της ηρωίδας, γεγονότα που μένουν εκτός κάδρου και πρέπει να ανακαλύψει ο θεατής μόνος του, αλλά και διφορούμενες σκηνές, καταφέρνει να μιλήσει - και πάλι - χαμηλόφωνα και με μία ξεχωριστή σεμνότητα, για τον θάνατο, μέσα από τη διαπεραστική ματιά ενός κοριτσιού και της ιαπωνικής κουλτούρας.
Ένα ζεστό καλοκαίρι στη δεκαετία του ‘80, ένα γλυκό 11χρονο κορίτσι, η Φούκι, έχοντας χάσει τους συμμαθητές της, που έφυγαν για διακοπές, θα πρέπει να συμβιβαστεί και πάλι με τη μοναξιά της, καθώς η μητέρα της πρέπει να μοιράζει τη μέρα της, μεταξύ δουλειάς και φροντίδας του συζύγου της, που παλεύει με τον καρκίνο. Η Φούκι, θα καταφύγει στη ζωηρή παιδική φαντασία της, για να ξεφύγει από τον επικείμενο χαμό του πατέρα της, γράφοντας μακάβριες ιστορίες, με τίτλο "Θα ήθελα να είμαι ορφανή". Όμως, ο κόσμος των ενηλίκων γύρω της, δεν συμμερίζεται πάντα την αφέλεια και την καλοπροαίρετη παιδική φαντασία της και θα έρθει αντιμέτωπη με μικροαπατεώνες, εκμεταλλευτές του ανθρώπινου πόνου και άτομα με επικίνδυνες επιδιώξεις.
Η Χαγιακάουα, δημιουργώντας μια ρευστή εικονογράφηση, ξεδιπλώνει το στόρι της σαν ένα ημερολόγιο από μικρές, μεγάλες έως και ασήμαντες στιγμές, στο περιθώριο μιας τραγικής πραγματικότητας, συνθέτοντας όμορφα και λιτά την παιδική φαντασία με την πραγματικότητα, το όνειρο με τη γρήγορη ενηλικίωση.
Μια ενηλικίωση, που θα έρθει μέσα από τη σχέση της μητέρας της με έναν άγνωστο νεαρό άντρα, τις δήθεν μαγικές θεραπείες, μάντισσες και λοιπούς τυχάρπαστους, τη διφορούμενη συνάντηση με έναν παιδόφιλο, αλλά και τον επερχόμενο θάνατο του πατέρα.
Και ταυτόχρονα φτιάχνει ένα φωτεινό πορτρέτο, ενός ανήσυχου, ασυνήθιστου κοριτσιού, που υπηρετεί άψογα η μικρή Γιούι Σουζούκι, ένα ακόμη δυνατό σημείο της ταινίας της Χαγιακάουα, η οποία αυτή τη φορά, εν αντιθέσει με τη στιβαρή της ματιά στο ντεμπούτο της, αφήνει τη σκέψη και τη ματιά της να πλανιέται, έως και να αποσπάται από το μείζον, την αστείρευτη σκληρότητα της ζωής.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ... Το 1987 στο Τόκιο, ένα ξεχωριστό και ευαίσθητο εντεκάχρονο κορίτσι προσπαθεί να συμφιλιωθεί με τη σοβαρότητα της κατάστασης της υγείας του πατέρα της, ενώ η μητέρα της ασχολείται πολλές ώρες με τη δουλειά της και οι ενήλικοι γύρω της αποτελούν ένα μυστήριο που θέλει να εξερευνήσει.
Misericordia
(" Misericorde”) Θρίλερ, γαλλικής και ισπανικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Αλέν Γκιροντί, με τους Φελίξ Κιζίλ, Κατρίν Φρο, Ζαν-Μπατίστ Ντουράν, Σερζί Ρισάρ, Ζακ Ντεβελέ κα.
Απρόβλεπτος και τολμηρός δημιουργός, ο Αλέν Γκιροντί επιστρέφει με ένα ιδιοσυκρασιακό θρίλερ, με το χιούμορ να διαπερνά όλες τις πτυχές του και να δίνει έναν παράξενο κωμικό τόνο, δημιουργώντας τελικά ένα αταξινόμητο φιλμ, στο οποίο η αγάπη και το μίσος, ο ερωτισμός και η βία, η πνευματική χάρη και η θανάσιμη αμαρτία, είναι άρρηκτα συνδεδεμένα.
Έχοντας ένα σενάριο που κυριαρχούν η μυστικότητα, η διττή γλώσσα, η έντονη επιθυμία, τα ψέματα και η αλήθεια, ο Γκιροντί επιμένει στη δική του διακριτή αφήγηση, ενθουσιάζοντας το κοινό στο φεστιβάλ των Καννών, στην πρεμιέρα της ταινίας του, καθώς αναδεικνύει για μια ακόμη φορά τη γνώση του για την ανθρώπινη φύση, αλλά και την ικανότητά του να παρεμβάλει δεξιοτεχνικά το διαολεμένο του χιούμορ.
Η επιστροφή του Ζερεμί στη γενέτειρά του, ένα απομακρυσμένο χωριό, για την κηδεία του πρώην αφεντικού του, εξελίσσεται σταδιακά σε μία λαγουδότρυπα παραδοξότητας, αιματηρών μυστηρίων και απρόσμενων σεξουαλικών επιθυμιών. Όσο η προσωρινή παραμονή του Ζερεμί στο σπίτι τής χήρας του εκλιπόντος παρατείνεται, τόσο περισσότερο αρχίζει να επισκιάζεται από μία εξαφάνιση, τις απειλητικές διαθέσεις ενός γείτονα και τις παρεξηγήσιμες προθέσεις του ιερέα του χωριού.
Το στόρι εστιάζει σε πέντε κύριους χαρακτήρες, που συνωστίζονται σε ένα μικροσκοπικό ορεινό χωριό: Έναν νεαρό, που επιστρέφει στο χωριό του για την κηδεία, τη ήρεμη χήρα του εκλιπόντος που τον φιλοξενεί, προκαλώντας τον φθόνο στο χωριό και τη δυσαρέσκεια του γιου της, έναν μοναχικό ιερέα που βρίσκεται συνεχώς στις πιο απροσδόκητες στιγμές και στα πιο απίθανα μέρη κι έναν παράξενο γείτονα. Το σενάριο προβάλει μία σειρά συμπτώσεων, που επαναλαμβάνονται, προκαλώντας μία δίνη ξεκαρδιστικών καταστάσεων, ενώ σύντομα υπάρχει και μια εξαφάνιση, που δημιουργεί υποψίες και την παρουσία αστυνομικών.
Ο Γκιροντί επιστρέφει στους ελκυστικούς αφηγηματικούς κώδικες που τον ανέδειξαν ως έναν ακατάτακτο απροσδόκητο δημιουργό, που δεν δείχνει συμβιβασμένος με τα συνηθισμένα, εδώ, με τη φόρμουλα ενός ερωτικού θρίλερ. Αντιθέτως, προτιμά να ριψοκινδυνεύσει έως εσχάτων σε ένα γοητευτικά παράξενο υβριδικό βραδυφλεγές μείγμα - νεονουάρ, μυστηρίου, εγκλήματος, ερωτικού θρίλερ και κωμωδίας - με σουρεαλιστικές νότες που εμπλουτίζουν τον μικρόκοσμό του και της αινιγματικής πλοκής του.
Οι καλοδουλεμένοι χαρακτήρες, υπηρετούνται ικανοποιητικά από το καστ, απ’ το οποίο ξεχωρίζει εμφανώς η πολύπειρη Κατρίν Φροτ.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ... Η επιστροφή του Ζερεμί στη γενέτειρά του για την κηδεία του πρώην αφεντικού του, εξελίσσεται σταδιακά σε μια δίνη αιματηρών μυστηρίων και απρόσμενων σεξουαλικών εξελίξεων.
Keeper
(" Keeper”) Ταινία τρόμου, αμερικάνικης και καναδικής παραγωγής του 2025, σε σκηνοθεσία του Όσγκουντ Πέρκινς, με τους Τατιάνα Μασλάνι, Ρόσιφ Σάδερλαντ, Κλεν Φρίζεν, Κριστίν Παρκ, Κερτ Τέρτον, Τες Ντέγκενστάιν κα.
Ο Όσγκουντ Πέρκινς, έχει αρχίσει να αποκτά ένα ειδικό βάρος στο σινεμά horror, καθώς μέσα σε ένα χρόνο παρουσιάζει την τρίτη του κατά σειρά ταινία τρόμου, μετά τα αξιόλογα "Longlegs" και "The Monkey", αλλά και να φτιάχνει το όνομά του, που φέρει τη βαριά κληρονομιά του φημισμένου πατέρα του Άντονι Πέρκινς, αλλά και συνώνυμο του τρόμου, λόγω "Ψυχώ".
Χωρίς να πρωτοτυπεί, ο Πέρκινς θα μπει στον σκοτεινό κόσμο των τοξικών ρομαντικών σχέσεων (μια μόδα διαρκείας) που οδηγούν στον τρόμο και στη φρίκη. Ο στιλίστας Πέρκινς θα δώσει υποσχέσεις, τις οποίες θα τηρήσει έως έναν βαθμό, αφού πρώτα θα ανακυκλώσει εξαντλητικά το κλίμα ανησυχίας και της υπόνοιας ότι κάτι τρομερό θα συμβεί στο επόμενο πλάνο και κυρίως στο τελευταίο μέρος της ταινίας του, όταν θα απελευθερωθεί από τις συμβάσεις και τη λογική των πετυχημένων κλισέ.
Η Λιζ, μια ζωγράφος και ανεξάρτητο πνεύμα και ο Μάλκολμ, ένας γιατρός, πηγαίνουν σε μια απομονωμένη καλύβα για ένα σαββατοκύριακο, προκειμένου να γιορτάσουν την επέτειο ενός χρόνου από τον γάμο τους. Στο δείπνο τους διακόπτονται από την απροσδόκητη άφιξη του ενοχλητικού ξαδέλφου του Μάλκομ, Ντάρεν και της κοπέλας του, η οποία δεν μιλάει καθόλου αγγλικά. Καθώς ο Μάλκομ μαλώνει τον Ντάρεν, η κοπέλα του προειδοποιεί στα αγγλικά την Λιζ ότι η τούρτα που βρήκαν στην καλύβα έχει απαίσια γεύση. Παρά ταύτα, η Λιζ αργότερα θα φάει ένα κομμάτι, για να μη δυσαρεστήσει τον Μάλκομ, ο οποίος δέχεται ένα τηλεφώνημα και λέει ότι πρέπει να πάει στην πόλη για να φροντίσει έναν ασθενή του, αφήνοντας μόνη τη γυναίκα του. Παράξενα πλάσματα θα εμφανιστούν στο σπίτι, ενώ ο Ντάρεν επιστρέφει.
Κρατώντας καλά κρυμμένα μυστικά, με τα κοντινά πλάνα του να κρύβουν την πληροφόρηση στον θεατή - ούτε καν το μέγεθος του σπιτιού - τονώνει την ένταση του φιλμ και δημιουργεί ένα άθροισμα δυνατών εικόνων και σασπένς, αλλά που δεν μπορεί να συγκολλήσει αφηγηματικά επαρκώς, να δώσει πνοή και συνέχεια στην ιστορία του. Η απορία του θεατή αν πρόκειται για μια ιστορία φαντασμάτων, ένα σουρεαλιστικό φιλμ τρόμου ή απλώς ένα ταξίδι στο οποίο πήγαν όλα στραβά, δύσκολα θα κατανοηθεί, ακόμη και μετά το φινάλε.
Χωρίς να θέλει να σπάσει τις γνώριμες φόρμουλες και τα κλισέ, ο Αμερικάνος σκηνοθέτης, θα καταφέρει να παγιδεύσει τον θεατή σε έναν ανατριχιαστικό κύκλο φόβου, μέχρι την έλευση του τρόμου και του λυτρωτικού τέλους, έχοντας ως βασικό σύμμαχο την Τατιάνα Μασλάνι, μια ηρωίδα, που εκφράζει ιδανικά τη γυναίκα που θέλει να εμπιστευτεί αυτόν που αγαπά και βεβαίως να θέλει να επιζήσει.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ... Ο Μάλκομ και η Λιζ δραπετεύουν από την καθημερινότητα σε μία απομακρυσμένη καλύβα για να γιορτάσουν απομονωμένα και ρομαντικά την επέτειο του γάμου τους. Μόνο που μία σκοτεινή παρουσία στοιχειώνει το χώρο και το ζευγάρι ξυπνά στο χειρότερο εφιάλτη του.
Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:
Άγια Νύχτα, Άγρια Νύχτα
(" Silent Night, Deadly Nigh”) Στην παράδοση των χριστουγεννιάτικων ταινιών... τρόμου, έρχεται λίγο πριν τις εορταστικές νύχτες αυτό το σλάσερ, ριμέικ της ταινίας του 1984, "Άγια Νύχτα, Νύχτα Θανάτου", από τον άγνωστο Μάικ Νέλσον.
Το φιλμ, αμερικάνικης παραγωγής 2025, που δεν έχει και πολύ σχέση με το πρωτότυπο, έχει την πλάκα του και θα διασκεδάσει ως ένα σημείο τους φαν του είδους, παρά τη γρήγορη εξάντληση των ιδεών και την ανακύκλωση των γνώριμων κλισέ.
Το σχηματικό σενάριο θέλει έναν νεαρό, που είδε σε παιδική ηλικία έναν ντυμένο Άι Βασίλη να σκοτώνει γονείς και παππού, να επιστρέφει ως εκδικητής φορώντας με τη σειρά του "τη χριστουγεννιάτικη στολή του Κόκα κόλα" και να μοιράζει πτώματα με κάθε τρόπο που μπορεί να φανταστεί κάποιος και συνάμα να κομματιάζει το εορταστικό γλυκερό κλίμα και των συμβολισμών του. Με τους Ρόχαν Κάμπελ, Ρούμπι Μοντίν, Μάικ Άτσεσον, Ντέιβιντ Μπράουν κα.
Το Δέντρο που Πληγώναμε
Η υπέροχη ταινία του Δήμου Αβδελιώδη έρχεται, 40 χρόνια μετά την πρεμιέρα της, να δοκιμάσει την αντοχή της, σε μία επετειακή επανέκδοση. Ο αγαπητός, σεμνός και ευαίσθητος δημιουργός από τη Χίο, που παρά τις λιγοστές ταινίες του, θα αφήσει το αποτύπωμά του στο νέο ελληνικό σινεμά, εδώ στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, θα μας μεταφέρει στην πατρίδα του και στη δεκαετία του ‘60, για να μας θυμίσει υποδειγματικά τη μαγεία της χαμένης αθωότητας, αλλά και τα χαρακτηριστικά της ελληνικής επαρχίας, τότε που μαστιζόταν από τη φτώχεια, αλλά και την εμφανή παρουσία του χωροφύλακα.
Η ιστορία δυο φίλων αγοριών, οι καλοκαιρινές τους περιπέτειες, η ανεμελιά, τα πρώτα σκιρτήματα της καρδιάς, το αμάρτημα ενός τσιγάρου, τα παιχνίδια μακριά από τα βλέμματα των μεγάλων, καθώς και η κυριαρχία της φύσης, αποτυπώνονται ποιητικά, αλλά και εκτυφλωτικά από τον έξοχο διευθυντή φωτογραφίας Φίλιππο Κοτσάφτη.
Ο ποιητικός ρεαλισμός δένει απόλυτα με τη λιτή αφήγηση, οι εικόνες συγκινούν και προκαλούν τη νοσταλγία για μία Ελλάδα, που με όλα τα στραβά και ανάποδά της, μοιάζει ειδυλλιακή και σχεδόν ξεχασμένη.
Υπέροχοι οι δυο πιτσιρικάδες που πρωταγωνιστούν, ενώ η μουσική σύνθεση του Δημήτρη Παπαδημητρίου, δένει με το άρωμα των μαστιχόδεντρων, την αρμύρα και το άνυδρο χώμα του νησιού.
Ο Βασιλιάς των Βασιλιάδων: Μια Ιστορία από τον Κάρολο Ντίκενς
(" The King of Kings”) Ακόμη μία παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων στο πνεύμα των ημερών, σε αμερικάνικη και νοτιοκορεάτικη παραγωγή του 2025 και σε σκηνοθεσία του Σεόνγκ-χο Γιανγκ.
Ένα φροντισμένο και συμβατικό, ψηφιακό animation πάνω στην "πιο μεγάλη ιστορία του κόσμου", μέσα τα μάτια ενός μικρού παιδιού.
Η ταινία προβάλλεται μεταγλωττισμένη στα ελληνικά με τις φωνές των Γεράσιμου Γεννατά, Βαγγέλη Μάγειρου, Χρήστο Λαγκούση, Ιωάννα Αβδελοπούλου, Μαρία Γκιώνη, Ναταλία Αθανασιάδη, Θανάση Χαλκιά κα.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για τάσεις και νέα στη Μόδα, Celebrity και Gossip News στο missbloom.gr