Αυτισμός: επίσημη διάγνωση – Μάθαμε να παλεύουμε μαζί

Ένα διήγημα για τον αυτισμό

Β’ μέρος

Όταν γυρίσαμε σπίτι, περιέγραψα με κάθε λεπτομέρεια στον Γιάννη το τι μου είχε πει ο γιατρός. Εκείνος με κοίταξε δύσπιστα. «Μάλλον δεν κατάλαβες καλά, Λίλα. Μάτια έχω και βλέπω. Και αυτό που βλέπω είναι ένα όμορφο, υγιέστατο κοριτσάκι. Ο Παιδίατρος τα έχει χάσει. Πότε τελείωσε την ειδικότητα; Το 1940; Ο γιατρός είναι διακοσίων ετών, σχεδόν δεν βλέπει»

Στο παιγνίδι μπήκε και η μάνα μου: « Ε, τι είπε δηλαδή ο άνθρωπος; Αυτά που υποθέταμε. Να κοιτάξεις τα αυτάκια της, αυτό είπε! Άντε και μια μαγνητική, να σου φύγει η ιδέα. Έτσι είναι τώρα οι γιατροί: ευθυνόφοβοι. Σου λέει κάτσε να την στείλω για έλεγχο, να έχω το κεφάλι μου ήσυχο. Σε ξέρει πως είσαι και σπαστική. Υποχόνδρια. Άσε, θα σκέφτηκε, από την έχω να με παίρνει στις επτά το πρωί κάθε μέρα, ας την στείλω να ηρεμήσει. Γι’ αυτό έχουν φορτωθεί τα δημόσια ταμεία! Κάνουνε μαγνητικές για ψύλλου πήδημα! Άσε που οι μοντέρνοι, στέλνουν με το παραμικρό τα παιδιά στον Ψυχίατρο. Μάθαμε, τώρα… Όλο στην ανάλυση… Εμείς που ζήσαμε πόλεμο και πείνες, πως δεν πήγαμε ποτέ στον Ψυχίατρο; Έλα, πες μου. Αυτά είναι καινούργια κόλπα, των μορφωμένων μαμάδων. Γκρινιάζει το παιδί, στον Ψυχίατρο το παιδί να δούνε αν έχει κανένα ψυχικό τραύμα. Δεν γκρινιάζει το παιδί; Το πάμε και στον Αναπτυξιολόγο! Τι είναι αυτό; Καινούργιο φρούτο; Εμάς μας αμολούσε η μάνα μας στις αλάνες και ξεχνούσε να μας μαζέψει. Και τι πάθαμε; Μια χαρά άνθρωποι γίναμε. Λοιπόν θα σας μαγειρέψω μουσακά για να ξεχαστείτε. Αλίμονο αν το βάζουμε κάτω για μια ωτίτιδα»

Και μ’ αυτά τα λόγια χάθηκε στην κουζίνα. Μείναμε με τον Γιάννη μόνοι, καθισμένοι στην μοκέτα, δίπλα στην Νάντια που έπαιζε. Κοιτούσα τον άντρα μου στα μάτια προσπαθώντας να ανιχνεύσω τις δικές του σκέψεις. Αυτός πάλι, απέφευγε το βλέμμα μου.

«Έλα, Νάντια» είπε κάποια στιγμή. «Έλα στον μπαμπά…» Άνοιξε πλατιά την αγκαλιά του για να τη δελεάσει. Το παιδί συνέχιζε αδιάφορο να παίζει με ένα πλαστικό πιάτο. Το στριφογύριζε, μετά το σταματούσε, μετά πάλι το περιέστρεφε. «Νάντια!» είπε ο Γιάννης, δυνατά. Η Νάντια ανασηκώθηκε και άρχισε να περπατάει στις μύτες των ποδιών, ενώ με το χέρι της κρατιόταν από το τραπεζάκι του σαλονιού. Την παρατηρούσα με κομμένη την ανάσα. Έφτασε στον μπαμπά της και άρπαξε το χέρι του.

Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε ο ήχος από κατσαρολικά που πέφτουν στο πάτωμα μέσα από την κουζίνα. Η Νάντια σήκωσε τα χέρια και έκλεισε τα αυτιά της. Ταυτόχρονα ακούστηκε η φωνή της μάνας μου απολογητική: «Καλέ, που τα έχεις χωμένα τα ταψιά; Έφαγα τον τόπο, και δεν τα βρίσκω. Α, να ‘ τα! Μπροστά στα μάτια μου ήταν…»

Η Νάντια συνέχισε να έχει τα χεράκια της στα αυτιά της. Άρχισε να κινείται μπρος – πίσω, κρατώντας σφιχτά κλεισμένα τα μάτια της και με τις παλάμες της σταθερά κολλημένες στα πτερύγια των αυτιών της...

Διάβασε τη συνέχεια στο themamagers.gr