Mary-Land Blog: S02Ep25 «The one with the fairytale gone bad no.2»

Η Μαίρη Συνατσάκη μοιράζεται μαζί μας ένα παραμύθι. Ένα παραμύθι για τις αλήθειες και τα ψέματα. Θες να το διαβάσεις;<br />

ΓΡΑΦΕΙ: ANDRIANNA PARASKEVOPOULOU

Πριν από 12 επΕΙσοδΙα σας είπα ένα παραμύθι. Σας ζήτησα μάλιστα να μου στείλετε και κάποιο δικό σας. Σας ευχαριστώ που τόσοι πολλοί από εσάς στείλατε. Η πρόσκληση παραμένει ανοιχτή και αν έχετε κάτι να αφηγηθείτε μπορείτε πάντα να το κάνετε! (m.synatsaki@gmail.com)

Γιατί τα παραμύθια δεν τελειώνουν ποτέ..
κι εγώ πάντα θα θέλω να τα μοιραστώ μαζί σας!

(Αυτό το παραμύθι διαβάζεται καλύτερα αν ακούς αυτό:



«Εκείνο το πρωινό στο δάσος όλα ήταν πολύ ήρεμα.


Σταγόνες από την πρωινή υγρασία κυλούσαν αργά πάνω στα καταπράσινα φύλλα, μικρά ζωύφια με περίεργα χρώματα ξεμύτιζαν από τις φωλιές τους, ένας γλυκός και ήρεμος άνεμος πετούσε γύρω από τα δέντρα, κι ένας υπέροχος, ζεστός και σίγουρος ήλιος ξεπρόβαλε πίσω από το βουνό. Οι θυσίες που είχαν κάνει στους θεούς την προηγούμενη ημέρα, μάλλον είχαν πιάσει τόπο κι εκείνοι προχωρούσαν πιασμένοι χέρι, χέρι για να φτάσουν στο αγαπημένο τους δέντρο.

Σε εκείνο το δέντρο, θα ενώνονταν για πρώτη φορά.


Ήταν και για τους δύο η πρώτη τους ένωση και δεν ήξεραν τι να κάνουν. Στο δάσος τα υπόλοιπα πλασματάκια δεν μιλούσαν ποτέ γι αυτό, κι έτσι το μόνο που ήξεραν, ήταν ότι η ένωση σου άφηνε κάποια σημάδια και ότι τα φτερά σου μεγάλωναν για μερικές ημέρες μετά από αυτή.

Ήταν πολύ αγχωμένοι τότε και οι δύο. Εκείνος λίγο περισσότερο από εκείνη αλλά και οι δύο ανυπομονούσαν το ίδιο. Καθόντουσαν κάτω από αυτό το δέντρο με τους μπλε καρπούς και κοιταζόντουσαν επίμονα και βαθιά στα μάτια.

Παρά τον ήλιο, είχε έναν δυνατό αέρα εκείνη την ημέρα και απο κάπου μακριά άκουγαν να έρχεται και η βροχή.

Κοιταζόντουσαν πολύ ώρα και συγκεντρωνόταν ο ένας στο βλέμμα του άλλου, όταν κάποια στιγμή εκείνος άπλωσε τα χέρια του και έπιασε τα δικά της. Ηλεκτρίστηκαν και αμέσως, λεπτές πορφυρές κορδέλες ξεπήδησαν από τις άκρες των δαχτύλων τους και άρχισαν να στροβιλίζονται γύρω από τα σωματά τους.

Τους τύλιγαν και τους περικύκλωναν και με αυτόν τον τρόπο επιβεβαίωναν την σύνδεσή τους.

Υπήρχαν κορδέλες παντού που τους έσφιγγαν. Κορδέλες που τους έδεναν μαζί, χωρίς όμως να σπάνε τα φτερά τους. Κορδέλες που τους έφερναν σε απόλυτη επαφή. Που είχαν ενώσει όλα τους τα κομμάτια. Ενωμένα τα γόνατα και οι μηροί και τα κόκαλα της λεκάνης τους, και οι οφαλοί τους, και τα πλευρά τους, και το στήθος τους και οι μύτες τους και εκείνοι ακόμη κοιταζόντουσαν. Χαμογελούσαν και έπαιρναν συγχρονισμένες βαθιές ανάσες. Και όταν πια είχαν γίνει ένα σώμα, σαν κατακόκκινο κουκούλι, έκλεισαν τα μάτια και ένωσαν τα χείλη τους. Συνέχιζαν πάντα να αναπνέουν συγχρονισμένα και απόλυτα αρμονικά. Και το φιλί γινόταν όλο και πιο έντονο. Και οι κορδέλες άρχισαν να σκίζονται και να πετάγονται στον αέρα.

Πολλά μικρά, κόκκινα κομμάτια υφάσματος, σαν κομφετί μετά από γιορτή, είχαν γεμίσει τον αέρα γύρω τους. Και τα φτερά τους είχαν μεγαλώσει (είχαν δίκιο τα νεραϊδάκια), και ήταν έτοιμα να ανοίξουν και να τους πετάξουν ψηλά.

Κι έτσι έγινε..

Όταν οι κορδέλες κόπηκαν όλες και τα φτερά τους ελευθερώθηκαν, εκείνοι ακόμη φιλιόντουσαν και τα χέρια τους ήταν ακόμη ενωμένα και στον πρώτο δυνατό άνεμο, τα φτερά άνοιξαν και έτσι σφιχτά ενωμένοι πέταξαν μαζί.

Ανέβηκαν τόσο ψηλά που το δάσος έμοιαζε με μικρό παρκάκι και περνούσαν ανάμεσα από σύννεφα καταστρέφοντας τους σχηματισμούς τους και φιλιόντουσαν και αγαπιόντουσαν και ήταν τέλεια ενωμένοι. Μαγικά. Παραμυθένια. Τους κοιτούσαν τα υπόλοιπα πλασματάκια και ζήλευαν και ήθελαν να τους μοιάσουν. Και όλα ήταν υπέροχα και δεν υπήρχε καθόλου κακό, πουθενά.


Κι έτσι όπως ήταν ενωμένα τα σώματά τους στον αέρα, εκείνος ένιωσε να βαραίνει. Ξαφνικά, μια περίεργη δύναμη τον τραβούσε στην γη. Τρόμαξε, άνοιξε τα μάτια του και την κοίταξε ταραγμένος. Έπεφταν. Έχαναν ύψος με τρομερή ταχύτητα. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί και έκανε διπλή προσπάθεια με τα φτερά του για να κρατηθούν στον αέρα.

«Μην φοβάσαι», της έλεγε συνέχεια... «θα τα καταφέρουμε!»

Εκείνη είχε παγώσει. Δεν του μιλούσε, δεν ανέπνεε σχεδόν από το σοκ. Τον έβλεπε που παιδευόταν και δυσκολευόταν τόσο να κρατήσει τα σώματά τους στον αέρα και σκεφτόταν ότι έπρεπε να του το πει...
έπρεπε τώρα να του πει την αλήθεια.

«Μην φοβάσαι!» της έλεγε και αγκομαχούσε από την κούραση.
«Φοβάμαι!» του φώναξε «Φοβάμαι, να σου πω πως φταίω εγώ γι αυτήν την πτώση. Συγνώμη. Αλήθεια δεν ήθελα να μας κάνω κακό.»

Εκείνος σάστισε. «Τι εννοείς; Γιατί φταίς εσύ;»
«Κοίτα με.» τσίριξε εκείνη. «Δεν βλέπεις; Δεν έχω φτερά. Ήταν ψεύτικα από την αρχή.»

Η πτώση συνεχιζόταν, εκείνος την κοιτούσε ανέκφραστος και δεν είχε πια δύναμη να προσπαθεί για να τους κρατήσει ψηλά. Το έδαφος τους πλησίαζε και το μόνο που έκαναν και οι δύο ήταν να κρύψουν τα πρόσωπά τους και να σωριαστούν σαν σακιά στο χώμα. Μετά από πολλές τούμπες και πολλές συγκρούσεις με κορμούς δέντρων και σκληρούς θάμνους, σταμάτησαν. Πονούσαν παντού, ήταν γεμάτοι τραύματα και μελανιές και δυσκολευόντουσαν να αναπνεύσουν. Εκείνη πρόλαβε γρήγορα να μαζέψει μερικές δυνάμεις και τον πλησίασε. Έσκυψε πάνω από το χτυπημένο του σώμα και άρχισε να τον φιλάει.

«Συγνώμη. Σε αγαπάω. Δεν ήξερα ότι θα χρειαζόταν κάποια στιγμή να πετάξουμε τόσο ψηλά και τόσο γρήγορα. Ο μηχανισμός στα ψεύτικα φτερά μου, μπορούσε να αντέξει μέχρι ένα συγκεκριμένο ύψος και ταχύτητα. Δεν το ήθελα να χτυπήσεις και να πονέσεις εξαιτίας μου. Συγνώμη.»

Εκείνος δεν αντιδρούσε. Την κοιτούσε με παράπονο και θλίψη και το μόνο που την ρώτησε ήταν «Γιατί;»

«Γιατί φοβήθηκα.. ότι αν δεις πως δεν έχω φτερά, δεν θα σου αρέσω. Γιατί τα δικά σου είναι τόσο όμορφα και τόσο ικανά να πετάνε γρήγορα, και όλοι τα θαυμάζουν στο δάσος. Να το ξέρεις. Και σκεφτόμουν ότι δεν θα μπορούσα να είμαι ποτέ μαζί σου, χωρίς φτερά.»

«Μα δεν είναι τα φτερά σου ο λόγος που σε αγάπησα» της απάντησε. «Γιατί να μην μου πεις την αλήθεια; Γιατί να με κοροϊδέψεις και να με κάνεις να πιστέψω ότι είσαι κάτι άλλο από αυτό που είσαι στην πραγματικότητα;»

«Έχεις δίκιο. Συγνώμη. Σε αγαπάω.»

Σηκώθηκε με μεγάλη προσπάθεια, τα πόδια του έτρεμαν και η καρδιά του είχε παγώσει και έφυγε. Εκείνη τον παρακαλούσε από μακριά να την συγχωρέσει αλλά εκείνος δεν άκουγε πια.

Τα πλάσματα στο δάσος που έβλεπαν τι είχε συμβεί, κρατούσαν μια συνωμοτική σιωπή. Εκείνη δεν μπορούσε να κουνηθεί από το σημείο της πτώσης. Το επόμενο πρωί, ο ήλιος την βρήκε εκεί, με ξεραμένα αίματα και δάκρυα στα μάγουλα και μελανιές. Δεν ήξερε τι να κάνει, δεν ήξερε πως να διορθώσει το κακό που είχε προκαλέσει και το μόνο που ήθελε ήταν να ανοίξει η γη και να την πάρει μαζί της σε μια υπόγεια φυλακή.

Κοιτούσε τον ουρανό και παρακαλούσε να γίνει ένα θαύμα και να επιστρέψει ο αγαπημένος της. Έστελνε ευχές στα αστέρια και έταζε θυσίες στους θεούς και παρέμενε παράλυτη πάνω στο χώμα.


Το πρωί έφυγε πολύ γρήγορα, το μεσημέρι την προσπέρασε και το απόγευμα ήρθε για να την τρομάξει η αναμονή της νύχτας.

Εκείνη την γλυκιά ώρα που όλα μοιάζουν όμορφα, λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα, είδε από μακριά, εκείνον. Την πλησίαζε με ηρεμία, με τα τραύματά του να φαίνονται και τα πόδια του να τρέμουν ακόμη. Την πλησίασε, την αγκάλιασε, την χάιδεψε και της είπε: «Εντάξει. Θα τα καταφέρουμε να είσαι εσύ χωρίς φτερά. Θα πετάμε χαμηλά με τα δικά μου. Μακάρι να μου το είχες πει. Μακάρι να μου είχες δώσει την ευκαιρία να σε αγαπήσω γι αυτό που είσαι... Πονάω πολύ, αλλά θέλω να είμαι μαζί σου.»

Εκείνη δεν πίστευε στ’ αυτιά της. Πετάχτηκε πάνω, τον αγκάλιασε με όλη της την δύναμη και άρχισε να τον φιλάει με λατρεία. «Σε ευχαριστώ.» του έλεγε. «Σ’ αγαπάω όσο τίποτε άλλο στην ζωή μου. Δεν θα σου ξανακάνω κακό.. Δεν θα σου ξανακρύψω ποτέ τίποτα.»

Εκείνο το βράδυ, ενώθηκαν ξανά. Στο ίδιο δέντρο, όπως την πρώτη φορά. Τόσο υπέροχα.

Οι μέρες κυλούσαν όπως παλιά στο δάσος. Εκείνος προσπαθούσε να ενώσει τα κομμάτια του, να ξεπεράσει την θλίψη του και να την ξαναγαπήσει. Εκείνη ζούσε συνέχεια με τον φόβο ότι θα τον ξαναχάσει και οι δυο τους έκαναν δειλά καινούρια σχέδια για το μέλλον. Έχτιζαν ξανά την κλονισμένη τους σχέση.

Ένα πρωινό, μερικούς μήνες μετά, εκείνος ξύπνησε νωρίτερα απο εκείνη.


Δεν είχε γίνει ποτέ ξανά αυτό και έτσι κάθισε για λίγο δίπλα της, μισονυσταγμένος για να την παρατηρήσει. Για να χαζέψει το πρόσωπο και το σώμα της σε αυτήν την ηρεμία του ύπνου. Την κοιτούσε με προσοχή και με μάτια γεμάτα πραγματικό ενδιαφέρον, όταν είδε κάτι που του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Τον τρόμαξε λίγο και ανασηκώθηκε για να το παρατηρήσει από κοντά. Ήταν ένα μικρό σημάδι, σαν μελανιά χαμηλά στην μέση της. Σκέφτηκε ότι μπορεί να ήταν από την πτώση τους και στενοχωρήθηκε με την ανάμνηση.

Σε λίγη ώρα ξύπνησε κι εκείνη δίπλα του και ταράχτηκε που τον είδε να την κοιτάει. Πετάχτηκε λίγο απότομα, τον φίλησε φευγαλέα και έτρεξε στο μπάνιο.

«Να σου πω κάτι;» της φώναξε από το δωμάτιο. «Βρήκα ένα σημαδάκι στην μέση σου, σαν μελανιά. Τι είναι; Πονάει;»
Εκείνη σάστισε. Κοίταξε την πλάτη της στον καθρέφτη του μπάνιου και εντόπισε το σημάδι. «Όχι ρε γαμώτο...» ψέλλισε.. «γιατί να γίνει αυτό τώρα;»

«Το είδες;» της φώναξε και πάλι εκείνος. «Τι είναι;»
«Εμ μισό λεπτό. Έρχομαι. Θα σου πω.» του απάντησε και κοίταξε ξανά το σημάδι. «τι θα του πω τώρα?» αναρωτήθηκε.. «δεν γίνεται να του κρύψω αυτήν την φορά την αλήθεια..»

Πήρε βαθιά ανάσα, μάζεψε όσο κουράγιο μπορούσε και γύρισε στο δωμάτιο. Ξάπλωσε δίπλα του και τον αγκάλιασε.
«Εσύ τρέμεις» της είπε «τι έγινε; Τι είναι τελικά αυτό; Μοιάζει σαν να ξεβάφεις» της είπε, και έσκασε στα γέλια από το πόσο αστείο του φάνηκε αυτό.

Τον άφησε από την αγκαλιά της και χωρίς να μπορεί να τον κοιτάξει στα μάτια, κάθισε μπροστά του με το βλέμμα της καρφωμένο στο πάτωμα.

«Δεν σου έχω πει όλη την αλήθεια.»

Το παραμύθι της Μαίρης συνεχίζεται στη σελίδα ii

«Τι εννοείς;»
«Δεν είμαι σαν εσένα..»
«Μα πως γίνεται; Τι μου λες τώρα; Ξέρω πως δεν έχεις φτερά αλλά αυτό μπορεί να συμβεί στα νεραϊδάκια. Να χάσουν τα φτερά τους όταν είναι μικρά και να μην ξαναβγούν ποτέ.»
«Δεν υπήρξα ποτέ νεραϊδάκι. Δεν καταλαβαίνεις; Δεν είχα ποτέ φτερά για να τα χάσω.»
«Έλα σταμάτα. Δεν είναι καθόλου αστείο αυτό τώρα. Τι σε έπιασε; Τι είναι στ’ αλήθεια αυτό το σημάδι;» επέμενε εκείνος.
«Άκουσε με. Σου λέω την αλήθεια. Για πρώτη φορά σου λέω όλη την αλήθεια. Δεν είμαι νεράιδα. Αυτό το σημάδι, αυτό το πραγματάκι στην πλάτη μου, το μωβ, δεν είναι μελανιά. Είναι το δέρμα μου. Το κανονικό μου δέρμα, που βάφω όλο αυτόν τον καιρό για να μοιάζει με το δικό σας χρυσαφί χρώμα. Αυτό το χρώμα που σας ξεχωρίζει απ’όλα τα υπόλοιπα όντα και που σας κάνει τόσο μοναδικούς.»

Τα μάτια του είχαν γουρλώσει, το στόμα του στέγνωσε και εκείνη μπορούσε να ακούσει πεντακάθαρα τους γρήγορους και ταραγμένους ήχους της καρδιάς του.
«Σήκω.» της φώναξε «Σήκω και έλα μαζί μου». Εκείνη δεν κουνιόταν κι εκείνος την άρπαξε από το χέρι και την σήκωσε όρθια και την έβαλε στην μπανιέρα και άρχισε να ρίχνει ζεστό νερό πάνω της..

Το δέρμα της έμοιαζε να λιώνει..
Η χρυσαφί μπογιά έφευγε από πάνω της, και άφηνε πίσω της την αληθινή μοβ όψη της.


«Σε σιχαίνομαι» της είπε με μια ήρεμη, τρομαχτική φωνή. «Με σκότωσες. Με έκανες να αγαπήσω ξανά και ξανά κάτι ψεύτικο. Φύγε. Δεν θέλω να σε ξαναδώ ποτέ. Δεν αναγνωρίζω καν αυτό που βλέπω τώρα μπροστά μου. Δεν σε ξέρω.»

Βρεγμένη και απόλυτα ντροπιασμένη έφυγε. Από το σπίτι του, από το δάσος, από την ζωή του.

Γυρνούσε συχνά και του άφηνε γράμματα στην πόρτα του. Γράμματα που του έλεγε πόσο πολύ λυπάται και πόσο τον αγαπάει και πόσο πολύ δεν ήθελε να τον πληγώσει.







Εκείνος τα διάβαζε με δυσκολία. Πονούσε τόσο πολύ από τις αναμνήσεις και τα ψέματα. Είχε χάσει για πάντα ένα κομμάτι του εαυτού του.

Του το είχε κλέψει εκείνη.

Του το είχε αρπάξει όταν δεν κοιτούσε, όταν ήταν ήρεμος και ένιωθε ασφάλεια. Το άρπαξε και το έκανε δικό της και δεν το προστάτεψε.

Εκείνη ζούσε μόνο για τις αναμνήσεις τους. Περίμενε να πεθάνει ή να της συμβεί κάτι πολύ κακό, όπως της άξιζε. Φοβόταν να κοιτάξει τον εαυτό της στον καθρέφτη. Φοβόταν να αντικρίσει το κακό που έκρυβε μέσα της και δεν ήξερε ότι υπήρχε. Συχαινόταν το μοβ δέρμα της πιο πολύ από ποτέ και δεν μπορούσε να ανασάνει ποτέ σχεδόν. Μόνο όταν του έγραφε. Όταν του έλεγε πόσο τον αγαπάει και όταν ονειρευόταν ότι θα μπορούσε να γυρίσει τα πράγματα στην αρχή και να μην του πει ψέμματα.

Εκείνος προσπαθούσε να συνηθίσει τον πόνο. Δεν μπορούσε να τον ξεπεράσει. Τον νικούσε κάθε φορά που πήγαινε να ανταγωνιστεί μαζί του. Κοιτούσε όλες τις νεράιδες που τον πλησίαζαν με τρόμο και πάντα έψαχνε για κρυφά σημάδια.

Ένα απόγευμα καθόταν μόνος του στο δωμάτιό του, όταν ένα πετραδάκι χτύπησε το τζάμι του παραθύρου του. Βγήκε έξω να δει τι είχε συμβεί και είδε να στέκεται μπροστά του ένα περίεργο ον.

Ένα παραμορφωμένο κορίτσι γεμάτο πληγές σε όλο της το σώμα, με μακριά μαλλιά του είπε «Γεια» με μια γνώριμη φωνή.
«Γεια» της είπε κι εκείνος. «Τι σου συμβαίνει κορίτσι; Τι θέλεις εδώ;» την ρώτησε.
«Ήθελα να σε δω. Μου είχες λείψει.» του απάντησε.

Εκείνος ταράχτηκε. Κατάλαβε ποια ήταν μπροστά του και έμεινε να την κοιτάει αμίλητος.
«Συγνώμη που ήρθα έτσι. Συγνώμη που άργησα. Χρειάστηκε όλος αυτός ο καιρός για να μπορέσω να ξύσω και να βγάλω από πάνω μου όλη αυτήν την μαυρίλα. Έτριβα κάθε μέρα με μανία το σώμα μου για να φύγει. Ξέρεις, δεν ήμουν πάντα έτσι. Απλά για πάρα πολλά χρόνια κρυβόμουν κάτω από την χρυσαφί μπογιά και το δέρμα μου μελάνιασε. Μάζεψε βρωμιά και κακία γιατί δεν ανέπνεε όπως έπρεπε. Δεν έβγαζε την αλήθεια του και μετά δηλητηριάστηκε. Αλλά όταν το κατάλαβα, δεν μπορούσα να σταματήσω. Στηριζόντουσαν τόσα πράγματα πάνω στην χρυσαφί μπογιά μου. Και είχα γνωρίσει κι εσένα..και ήθελα να σου αρέσω. Να είμαι το ιδανικό κορίτσι για σένα. Αλλά δεν ήμουν ποτέ στ’ αλήθεια..»

Την κοιτούσε και την λυπόταν πραγματικά...

Μα λυπόταν περισσότερο τον εαυτό του. Λυπόταν που είχε γκρεμιστεί ο κόσμος του, που είχε πεθάνει ένα κομμάτι της ψυχής του εξαιτίας της,που είχε δει τόση σκοτεινιά ενώ δεν του άξιζε..

Ήξερε τι έπρεπε να κάνει, κι έτσι την κοίταξε, της χαμογέλασε με αγάπη, την αγκάλιασε και της είπε «Αντίο.»
Κι εκείνη δάκρυσε και τον κοιτούσε με αβάσταχτο πόνo να φεύγει και μελάνιασε ξανά από την αρχή..»

Έτσι είχα αποφασίσει να τελειώσει το παραμύθι μου τότε.
Μου φαινόταν σωστό και ρεαλιστικό ο ένοχος να πληρώσει το τίμημα και να χάσει.

Είχε έρθει τότε η στιγμή να καταλάβω πως δεν γίνεται να αρέσεις σε όλο τον κόσμο. Και φυσικά δεν γίνεται να προσπαθείς να μαντέψεις τι αρέσει στον καθένα και να προσαρμόζεσαι κάθε φορά στα υποθετικά θέλω του.

Δεν γίνεται, πάει και τελείωσε! Γιατί θα χαθείς στο μυαλό σου και στα ψέματα και κάποια στιγμή θα αναρωτιέσαι ποιος στ’ αλήθεια είσαι και δεν θα βρίσκεις απάντηση. Μόνο κενό.

Η αλήθεια σου είναι ο πιο σύντομος δρόμος. Το έχω καταλάβει.


Απλά είναι φορές που αναρωτιέμαι τι γίνεται όταν είσαι από την αντίπερα όχθη. Όταν είσαι εκείνος που δεν μπορεί να είναι αρκετά ανοιχτόμυαλος για να αποδεχθεί την αλήθεια του άλλου. Όταν σχεδόν του επιβάλεις με τον τρόπο σου και την συμπεριφορά σου να κρυφτεί, να αλλάξει, να σου πει ψέμματα.

"Απλά είναι φορές που αναρωτιέμαι πόσο φταίς κι εσύ. Κι εγώ. Και το θύμα. Και ο θύτης. Και τα βλέμματα..

Απλά είναι φορές που αναρωτιέμαι για την αποδοχή που δεν υπάρχει αρκετά. Και τις αγκαλιές που δεν δίνονται όσο συχνά πρέπει."



boo!


Previous:

Mary-Land Blog Seasons 1 & 2


Aπαγορεύεται η οποιαδήποτε αναπαραγωγή, αντιγραφή, αναδημοσίευση, ανάρτηση ή με οποιοδήποτε τρόπο χρήση των κειμένων της ιστοσελίδας. Οι παραβάτες θα διώκονται σύμφωνα με τον νόμο περί πνευματικής ιδιοκτησίας και τον ποινικό κώδικα..